- μοκέτα
- η(υφαντ.) είδος χαλιού, συνήθως από κουρεμένο ή σγουρό βελούδο, συχνά μονόχρωμο, που τοποθετείται κατά κανόνα μόνιμα στο δάπεδο καλύπτοντας όλη την επιφάνειά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moquette «είδος χαλιού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.